- ποιμαντήρ
- ποιμαν-τήρ, ῆρος, ὁ,A = ποιμήν: metaph., νεῶν π., of pilots, S.Fr. 432.10(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιμαντήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. ποιμένας, βοσκός 2. μτφ. κυβερνήτης πλοίου, πλοηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + επίθημα τήρ (πρβλ. σημαν τήρ)] … Dictionary of Greek
ποιμαντῆρσιν — ποιμαντήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek